- τηξιμελής
- -ές, Ααυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι-μελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηξιμελεῖ — τηξιμελής wasting the limbs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τηξιμελής wasting the limbs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek